εζων
Смотреть что такое "εζων" в других словарях:
ἔζων — ζάω imperf ind act 3rd pl ζάω imperf ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
'ζων — ἔζων , ζάω imperf ind act 3rd pl ἔζων , ζάω imperf ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ASELGE — urbs quaedam, a civium lascivia sic dicta. Est enim ἀςελγὴς idem quod ἀκόλαςτος, et ἀςελγαίνειν, τὸ παρὰ φύςιν ταῖς γυναιξὶ μίγνυςθαι. Phavorinus, Α᾿ςέλγη, πόλις, ὅπου κακῶς ἔζων οἱ ἄνθρωποι, καὶ αλλήλοις ἐκοινώνουν … Hofmann J. Lexicon universale
μακράν — (AM μακράν, Α ιων. τ. μακρήν, Μ και μακρά) επίρρ. σε μεγάλη τοπική ή χρονική απόσταση, μακριά (α. «μακρὰν γὰρ βαρβάρου ναίει χθονός», Ευρ. β. «ἐπεὶ τἄν οὐ μακρὰν ἔζων ἐγώ», Σοφ.) νεοελλ. έξω, εκτός μσν. φρ. «πάγω μακρά» αργώ, καθυστερώ (αρχ. φρ.… … Dictionary of Greek